ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ : Εμπορικό Δίκαιο – Αθέμιτος Ανταγωνισμός στην πώληση ομοειδών προϊόντων

  • Αρχική
  • Νομολογία
  • ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΜΑΣ : Εμπορικό Δίκαιο – Αθέμιτος Ανταγωνισμός στην πώληση ομοειδών προϊόντων

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

7660/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευκαρπίδου Δέσποινα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε κατόπιν κλήρωσης, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, την 20-2-2018 για να δικάσει την από 17-11-2017 αίτηση μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΣΩΝ : 1) Της Ομόρρυθμης Εταιρίας µε την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη µε ΑΦΜ …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της Εταιρείας µε την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στην Ιταλία, και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, …………….. Συμπαραστάθηκαν και οι ασκούμενες δικηγόροι ……………..

ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ: 1) Της Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και µε διακριτικό τίτλο «……………..» µε ΑΦΜ …………….. που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και επί της οδού …………….. που εκπροσωπείται νόμιμα και 2) …………….. του …………….., κατοίκου Θεσσαλονίκης επί της οδού …………….., µε ΑΦΜ …………….., που παραστάθηκαν μετά των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, Γεωργίου Μπάτου (ΑΜ 11641) και Δήµητρας Σκιώτη (ΑΜ 9816). Συμπαραστάθηκε και η ασκούμενη δικηγόρος Νικολέτα Θεογνώστου.

Οι αιτούσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 17-11-2017 αίτησή τους, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε, κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης, κατά την εκφώνηση στη σειρά της από το σχετικό έκθεμα, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με το άρθρο 1 του Ν. 146/1914 «περί αθέμιτου ανταγωνισμού» θεσπίζεται γενική ρήτρα, σύμφωνα µε την οποία απαγορεύεται στις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού και είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη (ΑΠ 241/1991, Ν. Ρόκας, Αθέμιτος Ανταγωνισμός σελ. 148). Για να εμπίπτει µια πράξη ανταγωνισμού στην ως άνω απαγόρευση, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) να υφίσταται σχέση ανταγωνισμού, β) η πράξη να τελείται µε πρόθεση ανταγωνισμού, γ) να είναι αντικειμενικά ικανή να επιφέρει τα επιδιωκόμενα µε αυτήν αποτελέσματα και δ) να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η έννοια των χρηστών ηθών δεν προσδιορίζεται από το νόμο, αλλά αφήνεται στην κρίση του δικαστή να κρίνει, μετά από επιμελή εκτίμηση κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης, με βάση το αίσθημα και τις ιδέες κάθε δικαίου και ορθά σκεπτόμενου ανθρώπου, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο όπου γίνεται η πράξη (ΕφΑθ 5489/1991, Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, σελ. 28). Ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι περί ηθικής ιδέες του  κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται µε χρηστότητα και φρόνηση, κατά την εκάστοτε περί τούτου γενική αντίληψη (ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 79/2001, ΑΠ1780/1999). Όταν πληρούνται και οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του ΑΚ, η αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη συνιστά και αδικοπραξία, η οποία γεννά αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας περιουσιακής και µη (βλ. Κορνηλία Δελούκα Ιγγλέση, Εισαγωγή στο Δίκαιο του Ανταγωνισμού, σελ. 95-96, 144). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1-3 του ίδιου νόμου, οι επιχειρήσεις απαγορεύεται να χρησιμοποιούν στα προϊόντα τους ιδιαίτερα διακριτικά γνωρίσματα, κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα που χρησιμοποιεί νόμιμα άλλη επιχείρηση. Από το συνδυασμό των διατάξεων προκύπτει ότι ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να προβεί στην πλήρη απομίμηση ενός προϊόντος που παράγεται από άλλον, εφόσον τούτο γίνεται με πρόθεση αθέμιτου ανταγωνισμού, ήτοι προσελκύσεως της πελατείας του αντιπάλου και αντιβαίνει συγχρόνως στις ιδέες του μέσου συνετού και σώφρονος κοινωνικού ανθρώπου, αφού η κατά τέτοιο τρόπο απομίμηση του προϊόντος μπορεί να προκαλέσει κίνδυνο συγχύσεως στον µέσο καταναλωτή ή συναλλασσόμενο ως προς την προέλευση ομοειδών προϊόντων (ΑΠ 241/1991, ΕφΑθ 454/1990). Επίσης, δεν αποκλείεται η παραβαίνουσα το άρθρο 13 του αυτού ως άνω νόμου πράξη να είναι αθέμιτη κατά την έννοια του προαναφερόμενου άρθρου 1 αυτού, όπως συμβαίνει όταν εκείνος που χρησιμοποιεί το ξένο διακριτικό γνώρισμα, ενεργεί µε πρόθεση προκλήσεως κινδύνου συγχύσεως (βλ. Ν. Ρόκα, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, σελ.146). Ώστε, πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού τελεί ο επιχειρηματίας, ο οποίος προβαίνει σε πλήρη δουλική απομίμηση ενός προϊόντος, το οποίο παράγεται από άλλον, εφ’ όσον προκαλεί κίνδυνο σύγχυσης, κατά την προδιατυπωθείσα έννοια, και παραπλάνησης, στον µέσο καταναλωτή ή συναλλασσόμενο, ως προς την προέλευση των προϊόντων (ΑΠ 241/1991, ΕφΑθ 6749/2004). Ως ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός και η ιδιαίτερη διακόσμηση εμπορευμάτων, της συσκευασίας ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά στους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των όμοιων εμπορευμάτων άλλου προσώπου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται πράξη που α) επιχειρείται κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές εργασίες β) γίνεται προς σκοπό ανταγωνισμού και γ) αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του κοινωνικού ανθρώπου, που κατά γενική αντίληψη σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση, και για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διασχηματισμού απαιτείται: α) επικράτηση του διασχηματισμού στις συναλλαγές και β) δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση. Ο διασχηματισμός κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης (13 εδ. 4) περιλαμβάνει τα εξωτερικά στοιχεία της διαμόρφωσης, κυρίως το χρώμα ή συνδυασμούς χρωμάτων, τη συσκευασία ή περικαλύμματα του εμπορεύματος και κάθε διακριτικό στοιχείο, το οποίο έχει επικρατήσει στις συναλλαγές ως γνώρισμα του εμπορεύματος, είναι δε ικανό να διακρίνει τούτο από άλλα όμοια ή ομοειδή εμπορεύματα άλλης προέλευσης. Η αισθητική διαμόρφωση του εμπορεύματος, δηλαδή η επιλογή των εξωτερικών γνωρισμάτων αισθητικής φύσης, η οποία γίνεται τυχαία, χωρίς να εξυπηρετείται συγκεκριμένος σκοπός, εφόσον επιτελεί διακριτική λειτουργία, κατά κανόνα απολαμβάνει προστασίας ως διασχηματισμός. Περαιτέρω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει όταν, λόγω της ομοιότητας ή του παρεμφερούς των εξωτερικών διαμορφωτικών στοιχείων δύο εμπορευμάτων, πιθανολογείται ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθεί παραπλάνηση του κοινού ως προς την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών από µία ορισμένη επιχείρηση, ως προς την ταυτότητα των φορέων της επιχείρησης ή της επιχείρησης ως οικονομικής οντότητας ή ως προς την ύπαρξη της οικονομικής συνεργασίας ή οργανωτικής σχέσης μεταξύ των επιχειρήσεων. Ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται όταν η χρησιμοποίηση γίνεται µε μικρές παραλλαγές, ενώ δεν απαιτείται η επέλευσή του, αλλά αρκεί η δυνατότητα να επέλθει, ούτε χρειάζεται να συντρέχει κίνδυνος παραπλάνησης της πλειονότητας των καταναλωτών αλλά αρκεί να υπάρχει η δυνατότητα για ένα όχι εντελώς ασήμαντο τμήμα απ’ αυτούς, δηλαδή αρκεί η παραπλάνηση να έχει έκταση εμπορικά αξιόλογη ή αισθητή. Πράξη προς σκοπό ανταγωνισμού είναι εκείνη που κατευθύνεται στη σύναψη πελατειακών σχέσεων και -κατ’ αντικειμενική κρίση-μπορεί να επιφέρει επαύξηση ή διατήρηση της πελατείας εκείνου που τη διενεργεί ή τρίτου σε βάρος άλλων ανταγωνιστών. Εξάλλου, ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα σ’ εκείνον που ενεργεί ανταγωνιστική πράξη και τους ανταγωνιστές του υπάρχει, όταν οι ανταγωνιζόμενοι απευθύνονται στον ίδιο ή σε συγγενείς κύκλους πελατών (βλ ΑΠ 97/2016). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 146/1914 ο «παραβάτης μπορεί να εναχθεί για παράλειψη, αλλά και για ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε». Η θεσπιζόμενη στο άρθρο 1 του ν. 146/1914 υποχρέωση παραλείψεως του αθέμιτου ανταγωνισμού στο μέλλον περιλαμβάνει, αφενός την παράλειψη νέων ενεργειών αυτή καθεαυτή, η οποία παρέχεται κυρίως ως προληπτικό μέτρο όταν υπάρχει κίνδυνος, είτε εμφανίσεως για πρώτη φορά είτε επαναλήψεως της παρανόμου προσβολής στο μέλλον, και αφετέρου την άρση της γενομένης προσβολής, η οποία παρέχεται προς αποτροπή παρανόμου προσβολής, που εξακολουθεί να διαρκεί κατά την έγερση της αξιώσεως (ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999, ΑΠ 1410/1990, ΕφΑθ 6260/2002, ΔΕΕ 2003.632, ΔΕΕ 1996.1153 και Ε. Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος Ανταγωνισμός και Προστασία του Καταναλωτή, σελ.96-99, Λ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού, σελ. 165-170), Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρ. 23 του ν. 146/1914 «ο µη διατηρών κύριο κατάστημα στην Ελλάδα δεν δύναται να επικαλεσθεί την κατά τον παρόντα νόμο παρεχόμενη προστασία, εκτός εάν  στη χώρα  στην οποία ευρίσκεται το κύριο κατάστημα αυτού, οι ελληνικές επιχειρήσεις απολαμβάνουν της αυτής προστασίας µε τις εγχώριες επιχειρήσεις. Την τελευταία αυτή διάταξη πλαισιώνει η ειδική διάταξη του αρθρ. 10 της Διεθνούς Συμβάσεως Παρισίων – Βρυξελλών – Ουάσιγκτον – Χάγης Λονδίνου του 1883 «περί συστάσεως Ενώσεως προς προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας», όπως αναθεωρημένη και κυρωμένη από την Ελλάδα ισχύει µε τους ν. 3092/1924 και 3205/1953, σε συνδ. προς το π.δ. 1/8.9.1924 και το β.δ. 24.4.1953, και η οποία έχει ως αντικείμενο την βιομηχανική ιδιοκτησία, στην οποία περιλαμβάνεται και η καταστολή του αθέμιτου ανταγωνισμού, και επιβάλλει στις συμβεβλημένες Πολιτείες την παροχή αποτελεσματικής προστασίας από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ασχέτως εγκαταστάσεως. Έτσι δυνάμει της διατάξεως ταύτης αλλοδαποί υπήκοοι απολαύουν της αυτής ως οι ημεδαποί προστασίας (Ν. Ρόκα, Αθέμιτος ανταγωνισμός, 1975, σελ. 52). Εξ άλλου, εφαρμοστέο δίκαιο κατ’ αρ. 26 ΑΚ, εφόσον οι πράξεις του αθέμιτου ανταγωνισμού συνιστούν αδικοπραξίες, είναι το δίκαιο του τόπου τελέσεως της αδικοπραξίας (Ν. Ρόκας, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, σελ. 54, ΠρωτΑθ 7518/2000).

Με την κρινόμενη αίτηση, οι αιτούσες εταιρίες ισχυρίζονται, ότι η πρώτη εξ αυτών ασχολείται µε την εμπορία φίλτρων νερού και έτερων συσκευών καθαρισμού νερού και από το έτος 1990 αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα και τα προϊόντα της δεύτερης εξ αυτών, τα οποία αγοράζει από την τελευταία και τα μεταπωλεί στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Ότι η δεύτερη αιτούσα εταιρεία διατηρεί εργοστάσιο κατασκευής φίλτρων νερού, τα οποία είναι γνωστά και καταξιωμένα άνω των 27 ετών στην ελληνική αγορά λόγω των υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών τους, μεταξύ δε αυτών (φίλτρων) είναι και τα παραγόμενα με τον κωδικό …. Ότι περί τα τέλη Αυγούστου του έτους 2017 περιήλθε σε γνώση τους ότι η πρώτη καθ’ ης, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος καθ’ ου, προβαίνει σε πωλήσεις φίλτρων  νερού αγνώστου εργοστασίου κατασκευής, τα οποία αποτελούν δουλική απομίμηση του κατασκευαζόμενου από την δεύτερη και διανεμόμενου από την πρώτη φίλτρου νερού µε τον ως άνω κωδικό εμπορεύματος και στα οποία έχει επικολλήσει πλαστική ετικέτα µε την ένδειξη «……………» χρησιμοποιώντας την αυθεντική χάρτινη συσκευασία της δεύτερης εξ αυτών. Ότι η πρώτη καθ’ ης τοποθετεί δική της αυτοκόλλητη πλαστική ετικέτα λευκού χρώματος με µαύρα γράμματα επάνω στην αυτοκόλλητη πλαστική ετικέτα που έχει επικολλήσει η πρώτη εξ αυτών (αιτουσών) επί της ως άνω χάρτινης συσκευασίας. Ότι η ως άνω παράνομη συμπεριφορά της πρώτης καθ’ ης, η οποία αντίκειται στις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς προκαλεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, αφού τούτο εσφαλμένα θεωρεί ότι αγοράζει τα προϊόντα της δεύτερης, επιφέρει σε αμφότερες, οικονομική ζημία καθώς μειώνονται οι πωλήσεις των ανωτέρω φίλτρων που εμπορεύεται η πρώτη και τα οποία κατασκευάζει η δεύτερη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν, να ρυθμιστεί προσωρινά η κατάσταση και να υποχρεωθεί η καθ’ ης εταιρεία να παύσει προσωρινά τις πωλήσεις στο καταναλωτικό κοινό φίλτρων νερού …………. που φέρουν πλαστική ετικέτα με ένδειξη «……………» ή οποιαδήποτε άλλη ένδειξη πλην  της ένδειξης «……………» (επωνυμία δεύτερης αιτούσας) και είναι τοποθετημένα εντός της ανωτέρω αυθεντικής χάρτινης συσκευασίας, όπως και να παραλείπει στο μέλλον κάθε ανταγωνιστική πράξη. Τέλος, ζητούν να απειληθεί σε βάρος της πρώτης καθ’ ης χρηματική ποινή ύψους 30.000 ευρώ και σε βάρος του δεύτερου καθ’ ου προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών, όπως και να διαταχθεί µε επιμέλειά τους και με έξοδα της καθ’ ης η δημοσίευση της απόφασης που θα εκδοθεί σε µια ημερήσια εφημερίδα πανελλαδικής κυκλοφορίας, καθώς και να καταδικαστούν οι τελευταίοι στην δικαστική τους δαπάνη.

Η αίτηση αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 683 παρ.1 και 22 του ΚΠολΔ) κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914 ΑΚ, 731, 732, 945, 947, 176 ΚΠολΔ και 1, 13 και 20 του Ν. 146/1914. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων …………… (για τις αιτούσες) και …………… (για τους καθ’ ων), που εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, την υπ’ αριθµ. ……………/14-2-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ……………, που προσκομίζουν οι καθ’ ων, η οποία λήφθηκε μετά από κλήτευση των αιτουσών, αν και στην διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται υπόψη ακόμη και χωρίς κλήτευση του αντιδίκου του διαδίκου που τις προσκομίζει (ΑΠ 120/2010, ΑΠ 904/2002, ΑΠ 739/1988, ΕφΠατρ 802/2004), τα έγγραφα που προσκομίζουν, τα διδάγματα κοινής πείρας που το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως λαμβάνει υπόψη (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), τους ισχυρισμούς τους που ανέπτυξαν προφορικά οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους και διέλαβαν στα σημειώματα τους, που κατέθεσαν εντός της δοθείσας σχετικής προθεσμίας, καθώς και απ’ όλη γενικώς τη διαδικασία, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη αιτούσα εταιρεία ασχολείται µε την εμπορία φίλτρων νερού και ετέρων συσκευών καθαρισμού νερού και από το έτος 1990 αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα και τα προϊόντα παραγωγής της δεύτερης εξ αυτών, τα οποία αγοράζει από την τελευταία και τα μεταπωλεί στο ελληνικό καταναλωτικό κοινό. Η δε δεύτερη αιτούσα εταιρεία, η οποία ιδρύθηκε το έτος 1979, διατηρεί εργοστάσιο κατασκευής φίλτρων νερού στην Ιταλία. Εξάλλου, η πρώτη καθ’ ης εταιρία νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο δεύτερος καθ’ ου, η οποία συστάθηκε αρχικά τον Αύγουστο του έτους 2013 με την επωνυμία «……………» και στη συνέχεια το έτος 2017 μετατράπηκε σε ΙΚΕ, δραστηριοποιείται στον ίδιο χώρο με την πρώτη αιτούσα και απευθύνεται στο ίδιο πελατολόγιο. Ειδικότερα η πρώτη καθ’ ης διαθέτει φίλτρα νερού, μεταξύ άλλων και τύπου …………, τα οποία εισάγει από εργοστάσιο κατασκευής με έδρα την Κίνα. Περαιτέρω, οι συσκευασίες χωρίζονται σε τύπους αναλόγως με το  μέγεθος τους. Ουδόλως πιθανολογήθηκε ότι τα ως άνω προϊόντα φίλτρων νερού που εμπορεύεται η πρώτη καθ’ ης και τα οποία φέρουν την ένδειξη «……………» ότι αποτελούν δουλική απομίμηση των φίλτρων νερού που κατασκευάζει η δεύτερη αιτούσα. Ειδικότερα, όπως πιθανολογήθηκε και από την επισκόπηση των αντίστοιχων φίλτρων νερού των διαδίκων εταιριών (που περιλαμβάνονται και στην αίτηση και αφορούν τα φίλτρα που φέρουν την ένδειξη ………..), ουδεμία σύγχυση δύναται να προκληθεί στο καταναλωτικό κοινό. Συγκεκριμένα, από τη σύγκριση των χαρακτηριστικών των προϊόντων των διαδίκων προκύπτει ότι ανάμεσα στον διασχηματισμό, με τον οποίο διατίθεται στην αγορά το όμοιο προϊόν της δεύτερης αιτούσας, το οποίο εμπορεύεται από αυτήν η πρώτη, και στο διασχηματισμό, με τον οποίο διατίθεται στην αγορά το όμοιο προϊόν της πρώτης καθ’ ης υπάρχει μεν χρωματική (στο πάνω μέρος του φίλτρου νερού που φέρει το χρώμα μπλε) και σχηματική ομοιότητα, πλην όμως ο διασχηματισμός αυτός δεν παρουσιάζει καμία ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία, ούτε έχει το  χαρακτήρα του ευδιάκριτου που να προσδίδει σε αυτόν κάποιο διακριτικό γνώρισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως πιθανολογήθηκε, ανάλογα φίλτρα νερού κυκλοφόρησαν στην ελληνική αγορά και από άλλες εταιρίες, και ήδη ο εν λόγω διασχηματισμός αποτελεί μια συνηθισμένη συσκευασία και για άλλα όμοια προϊόντα (φίλτρα νερού), με δεδομένο ότι τούτα αποτελούνται αναγκαστικά από  μια είσοδο και μια έξοδο και αν έφεραν τελείως διαφορετικό σχήμα δεν θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στον σκοπό τους και να αντέξουν την πίεση. Ούτε δε πιθανολογήθηκε ότι οι συσκευασίες φίλτρων νερού της δεύτερης αιτούσας παρουσιάζουν κάποια καινοτομία που να αποτελεί διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησής της, το οποίο καθιερώθηκε στις συναλλαγές και προσδιορίζει την προέλευσή του από την επιχείρησή της. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί ότι οι ετικέτες που είναι επικολλημένες στα φίλτρα νερού των διαδίκων εταιρειών, συγκρινόμενες, δημιουργούν διαφορετική οπτική εντύπωση, διότι της µεν των αιτουσών φέρει πράσινο χρώμα και στην αριστερή της πλευρά τις ενδείξεις «……………» και με την περαιτέρω ένδειξη «……………», κάτωθι δε της ετικέτας οδηγίες στην ιταλική γλώσσα και στο τέλος την ένδειξη «……………», ενώ, το αντίστοιχο φίλτρο νερού της πρώτης καθ’ ης, φέρει ετικέτα μπλε και λευκού χρώματος επί της οποίας αναγράφεται ευκρινώς ……………, χωρίς καμία άλλη γραμματική ένδειξη, αλλά µόνο της απεικόνισης μιας …………… (για την οποία ένδειξη επί της ετικέτας έχει γίνει καταχώριση εθνικού σήματος στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού που έγινε δεκτό µε την µε αριθµ. ……………/1-12-2016 απόφαση της Υπηρεσίας Σημάτων). Δηλαδή µε τη θέα της ετικέτας γίνεται εύκολα αντιληπτό στον µέσο και µη εξειδικευμένο καταναλωτή ότι πρόκειται για φίλτρα νερού, που προέρχονται από διαφορετικές επιχειρήσεις, αφού η ετικέτα καθενός από τα επίδικα φίλτρα περιέχει τα παραπάνω προσδιοριστικά στοιχεία και κάνει τα προϊόντα να ξεχωρίζουν μεταξύ τους. Πέραν τούτου, ουσιωδώς διαφέρουν οι χάρτινες συσκευασίες που χρησιμοποιούν τα διάδικα μέρη και εντός των οποίων τοποθετούνται τα ένδικα φίλτρα νερού. Επιπροσθέτως δε διαφέρουν και οι επικολλημένες ως άνω ετικέτες και στους λοιπούς τύπους φίλτρων νερού. Περαιτέρω, δεν πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη καθ’ ης διέθεσε στο καταναλωτικό κοινό φίλτρο νερού …………… (επωνυμία καθ’ ης εταιρίας) εντός χάρτινης   συσκευασίας του αντίστοιχου προϊόντων εμπορίας και κατασκευής των αιτουσών. Συγκεκριμένα, ο μάρτυρας των αιτουσών κατέθεσε ότι κατά το μήνα Αύγουστο του έτους 2017, μετέβη στην εταιρίας της πρώτης εξ αυτών, ο αναφερόμενος πελάτης της, που την πληροφόρησε ότι τον μήνα Μάρτιο είχε προβεί από την πρώτη καθ’ ης την αγορά ενός φίλτρου νερού της δικής της δικής της χάρτινης συσκευασίας, και ότι όταν άνοιξε αυτήν διαπίστωσε ότι περιείχε φίλτρο νερού …………… (της καθ’ ης). Πλην, όμως δεν πιθανολογήθηκε κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι έλαβε χώρα τέτοιο γεγονός, καθότι σε μια τέτοια περίπτωση, το εύλογο και το αναμενόμενο θα ήταν ο εν λόγω πελάτης, μόλις το διαπίστωσε να αποταθεί άμεσα στην πρώτη καθ’ ης, κάτι που δεν πιθανολογήθηκε ότι συνέβη, ή σε κάθε περίπτωση να αποταθεί έστω και μόνο στην πρώτη αιτούσα άμεσα και όχι μετά από χρονικό διάστημα πέντε μηνών από την ημερομηνία αγοράς του εν λόγω φίλτρου, το οποίο περαιτέρω όταν διαπίστωσε ότι δεν ήταν εκείνο που ήθελε να αγοράσει με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας θα απαιτούσε από την πρώτη καθ’ ης με την προσκόμιση της απόδειξης αγοράς του, είτε την αντικατάστασή του προϊόντος είτε την επιστροφή των χρημάτων του. Εξάλλου, ο μάρτυρας των αιτουσών κατέθεσε ότι και έτερος πελάτης τους, τους ενημέρωσε πρόσφατα για ανάλογο περιστατικό, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομά του και καταθέτοντας μάλιστα περαιτέρω ότι ο εν λόγω πελάτης δεν είχε απόδειξη αγοράς από την επιχείρηση της πρώτης καθ’ ης. Ακόμη, όπως πιθανολογήθηκε, η πρώτη καθ’ ης επικολλά αυτοκόλλητη ετικέτα µε µαύρα χρώματα επί της ετικέτας που υπάρχει έξωθεν της χάρτινης συσκευασίας εκείνων των φίλτρων νερών (μεταξύ των οποίων και των αιτουσών) που δεν φέρουν την δική της επωνυμία, ώστε να διευκολύνεται στο σύστημα καταχώρισης της αποθήκης της, το δε ανωτέρω γεγονός ουδεμία σύγχυση προκαλεί ή είναι δυνατό να προκαλέσει στο καταναλωτικό κοινό για το προϊόν που αγοράζει. Συγκεκριμένα, η εν λόγω ετικέτα που αφορά σε «barcode» που βρίσκεται στο κάτω μέρος της συσκευασίας των φίλτρων νερού των αιτουσών χωρίς να καλύπτει ουδέν από τα χαρακτηριστικά αυτών και μάλιστα είναι εμφανές μέρος της ετικέτας της συσκευασίας των τελευταίων (φίλτρων νερού των αιτουσών) µε την ένδειξη «MADE IN ITALY» και «……………» και ειδικότερα, ουδόλως µε την επικόλληση αυτής αλλοιώνεται η επωνυμία, τα χαρακτηριστικά και η χώρα προέλευσης των φίλτρων νερού αυτών (αιτουσών). Με βάση τα ανωτέρω πιθανολογούμενα πραγματικά περιστατικά, η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτουσών (άρθρο 176 ΚΠολΔ) σύμφωνα με το διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων σε βάρος των αιτουσών, το ύψος των οποίων ορίζεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στη Θεσσαλονίκη στις 18 Μαϊου 2018 με την παρουσία της Γραμματέως Βαρβάρας Μαλλιά Χριστοδούλου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΣΠΑ - επιχειρησιακό πρόγραμμα